-
1 κατα-ζάω
κατα-ζάω (s. ζάω), sein Leben zubringen, verleben; ἐν δ' ἀνακτόροις ϑεοῦ καταζῇ δεῠρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον Eur. Ion 36; Plat. Conv. 192 b; Arist. Eth. 1, 10; Sp., ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut. Cic. 4.
-
2 καταζῶ
См. также в других словарях:
καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή … Dictionary of Greek